παστικός

παστικός
-ή, -ό [παστός (Ι)]
ο σχετικός με τον παστό («παστικά τραγούδια» — δίστιχα ευχετικά και επαινετικά τραγούδια που λέγονται σε ορισμένα μέρη προς τιμήν τών νεονύμφων ή πριν από τη στέψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”